- υπέρπαχυς
- -εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῑα, -υ, ΝΜΑ [παχύς]υπερβολικά παχύς, τετράπαχοςμσν.-αρχ.(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.